- φίλητρον
- φίλητρονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φίλητρον — τὸ, Α 1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) μαγικό μέσο ή ποτό που διεγείρει ή επαναφέρει τον έρωτα, φίλτρο 2. ερωτική σχέση, ερωτική περιπέτεια («κατάγλωττ ἐποίει τὰ ποιήματα καὶ τὰ φίλητρα ἀτρεκέως ᾔδει», Κράτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + επίθημα… … Dictionary of Greek
φίλητρα — φίλητρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)